- Ισιακός
- -ή, -ό (Α) (Ἰσιακός, -ή, -όν) [Ίσις]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)αρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακόςιερέας τής Ίσιδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰσιακός — Ἰ̱σιακός , Ἰσιακός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιάδ' — Ἰσιάδα , Ἰσιακός of fem acc sg Ἰσιάδι , Ἰσιακός of fem dat sg Ἰσιάδε , Ἰσιακός of fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακῶν — Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of fem gen pl Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακόν — Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of masc acc sg Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακαῖς — Ἰ̱σιακαῖς , Ἰσιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακοί — Ἰ̱σιακοί , Ἰσιακός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακούς — Ἰ̱σιακούς , Ἰσιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακῷ — Ἰ̱σιακῷ , Ἰσιακός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιάδα — Ἰσιακός of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιάδι — Ἰσιακός of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)